Αιτωλικό



Το Αιτωλικό, η νερένια πόλη, καλούμενη και μικρή Βενετία της Ελλάδας, είναι κωμόπολη της Αιτωλοακαρνανίας, (Δήμο Μεσολογγίου, δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μεσολογγίου). Η πόλη του Αιτωλικού είναι ανεπτυγμένη σ’ ένα μικρό νησάκι ριζωμένο στο νερό στο μέσον περίπου της λιμνοθάλασσας Αιτωλικού-Μεσολογγίου. Συνδέεται ανατολικά και δυτικά με την ξηρά με δύο πέτρινα τοξοτά γεφύρια αρχικού μήκους περίπου 300 μέτρων το καθένα.


Ονομασία και Ιστορία - Το Αιτωλικό στην ιστορία απαντάται με τρεις «διαφορετικές» ονομασίες.

Ανατολικόν
Με την ονομασία αυτή είναι γνωστό πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Σε όλα τα δημόσια έγγραφα αναφέρεται «Ανατολικόν». Πρώτη μνεία της πόλης γίνεται από τον Ισπανοεβραίο περιηγητή Βενεμιάν τον εκ Τουδέλης, ο οποίος το επισκέφθηκε το 1153 μ.Χ. και το αναφέρει ως «Νατολικόν» πιθανότατα εκ παραφθοράς του Ανατολικόν, συνήθης παράλειψης-έκθλιψης του αρχικού «Α». Ο Daru (HIST. de Venise, 1, 306) αναφέρει ότι μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1204), το «Ανατολικόν» είχε παραχωρηθεί εις τους Ενετούς σταυροφόρους με την Άρτα και άλλες πόλεις. Αργότερα ο διαμένων εις την Βενετία ιστοριογράφος Πέτρος Γαρζώνης το 1684 γράφει αυτήν επίσης Νατολικόν. Ο Αναστάσιος ο Γόρδιος 1654-1729 την αναγράφει στη συγγραφή της βιογραφίας του διδασκάλου του και Ιδρυτή της σχολής του Αιτωλικού, «Ανατωλικόν». Ο επί Αλή Πασά πρόξενος της Γαλλίας στα Ιωάννινα, Πουκεβίλ την σημειώνει επίσης Ανατολικόν. Επίσης ο Πορτουλάνος του Τάγια (εκδ. Βενετίας 1573) την αναφέρει «Ανατολικόν». Στη «Γεωγραφία» των Δανιήλ και Γρηγορίου των Δημητριέων (εκδ. Βιέννης 1791) αναφέρεται Αγγελικό: προφανώς σπανιότατη λαϊκή ονομασία η οποία μάλλον προέρχεται από το εις την δυτική Ελλάδα κράτος των Αγγέλων της Ηπείρου. Το όνομα «Ανατολικόν» εδόθη διότι ήταν το ανατολικότερο νησάκι των Εχινάδων ή επειδή ήταν ανατολικά του Αχελώου. Ο Α. Γόρδιος αναφέρει ότι πριν «η πολίχνη παραθαλασσία ούσα, ως έτσιν ιδείν εκ των φαινομένων αυτής ίχνων, ήτις εγχωρίως Έξω Χώρα καλείται, τα νυν επί λυπράς τινός και βραχείας νήσου κείται» από αυτό συμπέραναν ότι η ονομασία αυτή είναι διατήρηση ονόματος άλλης πόλης η οποία είχε την ονομασία λόγω της ανατολικής της θέσης, αντίκρυ δε αυτής υπήρχε άλλη η οποία ελέγετο «Δυτικόν» η οποία εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε.

Αντελικόν ή Αντλικό
Η ονομασία αυτή είναι παλαιά, λαϊκή συντόμευση του Ανατολικόν, συναντάται στα τοπικά δημοτικά τραγούδια και είναι η ιδιαίτερα διαδεδομένη στους ντόπιους.
«Τρεις σταυραητοί ροβόλαγαναπ’ τ’ Άγραφα σταλμένοιο ένας πάει στ’ Αντελικό,στο Βασιλάδι ο άλλος...Tο Βασιλάδι έπεσετ’ Αντελικό εχάθη...»
Επίσης ο Κ. Παλαμάς γράφει:
«Θα το γρικήσ’ η γειτονιάθα το βουήξ’ η χώρατα περιβόλια στ’ Αντλικόστο Μεσολόγγι οι μώλοι...»
Αντελικό-Αντλικό, ίσως ετυμολογικά ή λέξη να προέρχεται από το ρήμα αντλώ – αντλικό , τόπος που αντλείται νερό, αφού το νησάκι μόλις ήταν υψηλότερο από την επιφάνεια της θάλασσας, με αποτέλεσμα όπου και να έσκαβες λίγο έβγαινε νερό. Αυτή την ετυμολογική προέλευση υποστήριξε και ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Μελέτιος ο Γεωγράφος, ιζ΄ Αιώνας 1690, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη.

Αιτωλικόν
Κι αυτή η ονομασία της πόλης δεν είναι καινούργια όπως πολλοί ισχυρίζονται. Ο Μητροπολίτης Μελέτιος αναφέρει την πόλη με τα δύο ονόματά της: «Και νήσος εν λιμνοθαλάσση Αιτωλικόν ή κοινότερον Ανατολικόν» (Γεωγρ. Σ.329) αυτό σημαίνει ότι εκατό χρόνια περίπου πριν από την Επανάσταση του 1821 η πόλης λέγονταν επίσημα και Αιτωλικόν. Η ονομασία αυτή λέγεται ότι έλκει την καταγωγή της από τον εισβάλλοντα εις την Αιτωλίαν την οποία και κατέλαβε το 234 π.Χ. βασιλέα των Μακεδόνων Δημήτριον τον επικληθέντα Αιτωλικόν, διότι κατά την παράδοση, η μετοίκηση των κατοίκων από την Έξω Χώρα εις την νησίδα έγινε μετά την εκπόρθηση της Παλαιάς Πλευρώνας, την οποία ο Δημήτριος κατέσκαψε και αντ’ αυτής ανήγειρε την Νέα Πλευρώνα (κάστρο Κυρά Ρήνης). Τελικά το όνομα που επικράτησε είναι Αιτωλικόν.

Διαμόρφωση του νησιού
Στην ιστορία του Ανδρέα Δημητρίου γίνεται λόγος για συστάδα από 4 ή πέντε πάρα πολύ μικρά νησάκια στο κέντρο της λιμνοθάλασσας, καλυπτόμενα το χειμώνα από το νερό και κείμενα σε ελάχιστη απόσταση το ένα από το άλλο. Οι πρώτοι κάτοικοι – κατά πάσα πιθανότητα ψαράδες - του κεντρικού μεγαλύτερου σε έκταση νησιού, τα ένωσαν αρχικά με ξύλινα γεφυράκια. Τελικά με συνεχείς επιχωματώσεις έγιναν ένα ακανόνιστου σχήματος νησάκι διαμέτρου τότε περίπου τριακοσίων μέτρων, το οποίο μόλις ήταν υψηλότερο από την επιφάνεια της θάλασσας η οποία εισχωρούσε, ιδιαίτερα το χειμώνα έως τα πιο κεντρικά σημεία. Γεγονός που συνέβαινε έως πρόσφατα, ακριβώς γι αυτό ονομάστηκε Μικρή Βενετία.
Με την πάροδο του χρόνου οι συνεχείς επιχωματώσεις άλλαζαν την έκταση του νησιού όχι όμως τη μορφή, τη συγκρότηση, τη δομή και την εικόνα του. Η τελευταία επιχωμάτωση που έγινε από το δημόσιο το 1972, (δικτατορία Γ. Παπαδόπουλου) σε μεγάλη έκταση βόρια και νότια, άλλαξε τελείως το νησάκι δίνοντάς του άλλη μορφή και εικόνα. Το βορινό μέρος που ήταν ιδιαίτερα έκθετο στη θάλασσα, έχοντας τα θέμελα των σπιτιών μέσα στο νερό και μικρούς όρμους – κανάλια που προχωρούσαν αρκετά μέσα στο νησάκι, δημιουργώντας ένα ποίημα νερένιας δαντέλας, ανάμεσα στις άκρες της οποίας φιλοξενούνταν οι γαίτες (βάρκες χωρίς καρίνα) των ψαράδων, επιχωματώθηκε ολοκληρωτικά δίνοντας οικοπεδική έκταση, διπλό παράλληλο περιμετρικό δρόμο και "προστατευτική από το κύμα" παραλιακή λουρίδα άσχετη προς το περιβάλλον. Το ίδιο έγινε και προς νότο, εδώ, επειδή η λιμνοθάλασσα ήταν ρηχή, η επιχωμάτωση ήταν πιο εύκολη, τετραγωνοποίησε το νησάκι και απέδωσε ακόμα μεγαλύτερες οικοπεδικές εκτάσεις.
Παρόλα αυτά το Αιτωλικό από θέση εξακολουθεί να παραμένει αντικειμενικά πανέμορφο διατηρώντας τη γραφικότητά και την εικόνα της Νερένιας Πολιτείας.

Γεφύρια Αιτωλικού
Το νησάκι επικοινωνεί με την προς ανατολή και δύση ξηρά δια δύο πολύτοξων πέτρινων γεφυριών μήκους εκάστου περίπου 300 μέτρων και πλάτους 8 μέτρων. Τα γεφύρια κατασκευάστηκαν το 1848 επί δημάρχου Κ.Ι. Κουρκουμέλη και διευρύνθηκαν στο σημερινό πλάτος το 1882-1885 επί δημάρχου Επαμ. Κ. Μπέλλια και κυβερνήσεως Χαρ. Τρικούπη, οπότε έγινε τότε και η περιμετρική του νοτίου τμήματος του νησιού. Για να κατασκευασθούν τα γεφύρια (1848) ο δήμος πήρε δάνειο το οποίο ξεπλήρωσε με χρήματα του δήμου και ζητώντας από το δημόσιο (Βασιλεύς Όθων) την άδεια επιβολής διοδίων, τα οποία φυσικά πλήρωναν οι δημότες Αιτωλικού, διότι τότε αυτοί σχεδόν αποκλειστικά έκαναν χρήση των γεφυριών.[3]
Μόλις πρόσφατα τον Φεβρουάριο του 2002 και μετά από σχετική αίτηση του δημοσιογράφου και εκδότη της τοπικής εφημερίδας «ΝΕΑ του Αιτωλικού» κ. Σπύρου Χ. Κοτσάφτη, προς το υπουργείο Πολιτισμού, και υπεράσπισή τους στο Κεντρικό Συμ. Πολιτισμού, από τον ίδιον, τα γεφύρια αναγνωρίστηκαν ως «ιστορικά και διατηρητέα μνημεία που χρειάζονται ειδική κρατική προστασία, διότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Αποτελούν αξιόλογο δείγμα τεχνικού έργου υποδομής του τέλους του 19ου αιώνα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τις μνήμες των κατοίκων της περιοχής».

Ναυτιλία
Το Αιτωλικό ως και το τέλος του Β. Παγκοσμίου Πολέμου ήταν εμπορικό λιμάνι και κέντρο ολόκληρης της περιοχής με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα. Διέθετε πάνω από 50 ιστιοφόρα και μηχανοκίνητα εμπορικά πλοία μεσαίας χωρητικότητας, τα οποία εξυπηρετούσαν πλήρως τις ανάγκες του εμπορίου ολόκληρης της περιοχής. Ο στόλος αυτός διαλύθηκε τελικά μετά την λειτουργία του πορθμείου του Ρίου-Αντιρρίου.

Πανηγύρι Αγίας Αγάθης
 Μέρος της λαϊκής πολιτιστικής δημιουργίας είναι και το περίφημο πλέον στην Ελλάδα πανηγύρι της Αγίας Αγάθης (Αγιαγάθης), το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την νεώτερη ιστορία του Αιτωλικού. Είναι εθνικοθρησκευτική γιορτή η οποία γίνεται κάθε χρόνο το τριήμερο 21-22 και 23 Αυγούστου ημέρα απόδοσης της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η καθιέρωση αποδίδεται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα που έγιναν τον Δεκέμβριο του 1824, έτος εξαιρετικά κρίσιμο για την έκβαση της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που βρίσκονταν στο Αιτωλικό συγκάλεσε τους οπλαρχηγούς της Βορειοδυτικής Ελλάδας για να συζητήσουν την κατάσταση και να λάβουν αποφάσεις. Τόπος της συγκέντρωσης ορίστηκε η «Ψηλή Παναγιά», ερειπωμένο Βυζαντινό μοναστήρι στη δυτική πλαγιά του Ζυγού. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 23 Αυγούστου και κατέληξε στη Συνέλευση του Αιτωλικού, η οποία πραγματοποιήθηκε την 17 Δεκεμβρίου 1824 εις τον ιερό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλης. Η συνέλευση ήταν επεισοδιακή λόγω των πολλών και αντίθετων απόψεων και όλη η προσπάθεια να αφήσουν τις προσωπικές αντιπάθειες και φιλοδοξίες, να ομονοήσουν και να συνεχίσουν τον αγώνα ενωμένοι κινδύνευε να διαλυθεί. Ακριβώς τη στιγμή του αδιεξόδου σημειώθηκε μεγάλος σεισμός ο οποίος συγκλόνισε τη πόλη. Ο σεισμός εκλήφθηκε ως «σημείον Θεού» με αποτέλεσμα τελικά όλοι μπρος στο εικόνισμα της Παναγίας να συναποφασίσουν να συνεχίσουν τον αγώνα ομονοούντες. Αμέσως μετά την απελευθέρωση του έθνους οι Αιτωλικιώτες διατηρούντες την ανάμνηση του γεγονότος και αισθανόμενοι χρέος προς την Παναγία αποφάσισαν να τιμήσουν τη Χάρη Της και μετέβησαν στις 23 Αυγούστου (άγνωστο για πρώτη φορά ποιο ακριβώς έτος) φορώντας τα άρματά τους στη Ψηλή Παναγιά (όπου έγινε η πρώτη συνάντηση των οπλαρχηγών) και ετέλεσαν Λειτουργία. Αυτή η τελετή που γίνονταν αδιαλείπτως πήρε με τον καιρό τη δομή και το χρώμα εθνικοθρησκευτικής γιορτής. Επειδή η τοποθεσία στην Ψηλή Παναγιά ήταν δύσβατη, απόκρημνη, και η μονή ερειπωμένη, ανεγέρθηκε λίγο πιο κάτω σε χώρο πιο ήπιο και βολικό το εκκλησάκι της Αγίας Αγάθης. Καθιερώθηκε λοιπόν η τέλεση της γιορτής να γίνεται εκεί, έτσι πήρε και το όνομα πανηγύρι της Αγιαγάθης. Το πανηγύρι της Αγιαγάθης εμφανίζει πολλές ομοιότητες με αυτό του Αη Συμιού στο Μεσολόγγι. Είναι τα δύο μεγαλύτερα λεβεντοπανήγυρα της Αιτωλίας. Το πανηγύρι της Αγιαγάθης του Αιτωλικού έχει το πλεονέκτημα να τηρεί ακριβώς τα ήθη και τα έθιμα, τις φορεσιές, το χορό, τη μουσική (ζουρνάδες και νταούλια) και τα τραγούδια των προγόνων. Διατηρεί την λαϊκή υπόστασή του, το συναίσθημα, το χρώμα, την παράδοση, τον ενθουσιασμό, τον επικό του χαρακτήρα αλλά και τον ερωτισμό του